- προηγούμαι
- προηγοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ [ἡγοῡμαι]1. βαδίζω πριν από άλλον ή άλλους και δείχνω τον δρόμο, προπορεύομαι και οδηγώ κάποιον2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) προηγούμενος, -η, -ο(ν)πρότερος, προγενέστερος («τον προηγούμενο μήνα»)3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα προηγούμενατα δεδομένα από τα οποία συμπεραίνει κάποιοςνεοελλ.1. έχω προτεραιότητα, έχω το δικαίωμα να είμαι πρώτος2. βρίσκομαι χρονικά πριν από άλλον, προϋπάρχω3. το θηλ. ως ουσ. η προηγουμένη(ενν. ημέρα) η παραμονή, η προτεραία4. το ουδ. ως ουσ. το προηγούμενοπράξη ή γεγονός που έγινε στο παρελθόν και μοιάζει με αυτό που συζητείται ή μπορεί να προκαλέσει μίμηση, παράδειγμα («με την ανοχή σου δημιούργησες κακό προηγούμενο»)5. φρ. α) «έχουν προηγούμενα» — υπάρχουν μεταξύ τους παλιές διαφορές, έχουν αιτίες εχθρότηταςβ) «χωρίς προηγούμενο» — λέγεται για κάτι που δεν έχει ξαναγίνεινεοελλ.-μσν.(το αρσ. και το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο προηγούμενος, η προηγουμένηο ηγούμενος ή η ηγουμένη μονήςαρχ.1. (για στρατιώτες) αποτελώ την εμπροσθοφυλακή2. έχω τον λόγο ως αντιπρόσωπος άλλου3. είμαι μπροστά σε λόγο ή διήγηση4. παίρνω την αρχηγία, γίνομαι πρώτος («κοχλίας αὐτομάτως βαδίζων προηγεῑτο τῆς πομπῆς αὐτῷ», Πολ.)5. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) κύριος, σπουδαίος («ὁ προηγούμενος λόγος», Αρρ.)6. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το κύριο μέρος, το σημαντικό μέρος7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μαθημ. τα προς τα εμπρός σημεία, δηλ. τα σημεία που βρίσκονται στην ίδια πλευρά τής ακτίνας διανύσματος μιας σπείρας κατά την κατεύθυνση τής κίνησής του8. φρ. α) «τὸ προηγούμενον στράτευμα» η εμπροσθοφυλακήβ) «τὸ προηγούμενον αἴτιον»ιατρ. η αιτία που προκαλεί κάτι, η προδιάθεσηγ) «τά προηγούμενα ζῴδια» — τα δυτικά σημεία τού ζωδιακού κύκλου.
Dictionary of Greek. 2013.